πυροβολώ

πυροβολώ
(I)
-έω, Α
σπέρνω σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βολώ].
————————
(II)
-έω, Ν [πυροβόλος]
1. (αμτβ.) βάλλω με πυροβόλο όπλο
2. (μτβ.) κατευθύνω εναντίον κάποιου τη βολή πυροβόλου όπλου («τόν πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυροβολώ — πυροβολώ, πυροβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. πυροβολάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πυροβολώ — πυροβόλησα, πυροβολήθηκα, πυροβολημένος, μτβ. και αμτβ. 1. ρίχνω, κατευθύνω βολή εναντίον κάποιου. 2. ρίχνω με πυροβόλο όπλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπυροβολώ — πυροβολώ εναντίον εκείνου που με πυροβόλησε …   Dictionary of Greek

  • κουμπουριάζω — πυροβολώ με κουμπούρα, πιστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουμπούρα ή κουμπούρι] …   Dictionary of Greek

  • συμπυροβολώ — έω, Ν πυροβολώ μαζί με άλλους, πυροβολώ ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβολώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • οπισθοβολώ — έω 1. βάλλω, πυροβολώ εναντίον κάποιου από πίσω 2. βάλλω, πυροβολώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βολώ (< βόλος < βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • πυροβολισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου 2. ο ήχος που παράγεται κατά την εκπυρσοκρότηση οποιουδήποτε πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ + κατάλ. ισμός τών ρ. σε ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1825… …   Dictionary of Greek

  • πυροβόληση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η βολή με πυροβόλο όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον πληθ. πυροβολήσεις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”